ἀρνήσεως

ἀρνήσεως
ἀρνήσεω̆ς , ἄρνησις
denial
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ού νυ — οὔ νυ (Α) (επικ. τ.) (ως επιτατ. αρνήσεως με συμπέρασμα που εννοείται από τα προηγούμενα και ως επιτατ. αρνήσεως σε ερώτηση) βεβαίως όχι, σίγουρα όχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐ + νυ (βλ. νυν)] …   Dictionary of Greek

  • безстоудьныи — (47) пр. Бесстыдный, постыдный: молѩхомъсѩ. отъ таковыихъ бестоудьныихъ сквьрнъ очистити (τῆς ἀναισχυντίας τῆς ἀρνήσεως) КЕ XII, 174а; прѣстанѣмъ быти бестоудьни. и прѣкословьци. СбТр ХII/ХIII, 84 об.; велико наводѩ ѡ(т) б҃а негодованиѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъвьржениѥ — ОТЪВЬРЖЕНИ|Ѥ (69), ˫А с. 1.Отвергание, отказ: по острижени же мт҃ре своѥ˫а и по ѿврьжении вс˫ако˫а мирьскы˫а печали. ЖФП XII, 33в; не на отъвьржениѥ. ли възбранѥниѥ ап(с)льскыихъ проѹзаконѥныихъ нъ съпасениѥ и на лѹчьшеѥ спѣшениѥ людьмъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъметаниѥ — ОТЪМЕТАНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Отречение, отказ от чего л.: аще х(с)во ѿметаниѥ имать. прощенi˫а ст҃го д҃ха не имать. ПрЛ 1282, 43г; ст҃ыи паѹлъ тѣмь же ц(с)ремь. за не хотети арианьскы˫а ѥреси. ли приѡбещени˫а и ѿметани˫а. [ПрЮр XIV2, 83а – и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ανάλειωτος — η, ο αυτός που δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί, ο άλειωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλειωτός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανάνευση — (I) η (Α ἀνάνευσις) [ἀνανεύω] νεύμα, κίνηση τού κεφαλιού, των ματιών ή τών φρυδιών προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, άρνηση (αντίθ. τού κατάνευση) …   Dictionary of Greek

  • ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος 3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”